πενικιλ(λ)ιναντοχή — και πενικιλ(λ)ινοαντοχή, η βιολ. κατάσταση, φυσική ή επίκτητη, ενός πενικιλλινοάντοχου βακτηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενικιλλίνη + αντοχή] … Dictionary of Greek
πενικιλ(λ)ινοαντοχή — η βλ. πενικιλ (λ)ιναντοχή … Dictionary of Greek
πενικιλ(λ)ίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό τής οικογένειας τών β λακταμών, το οποίο απομονώθηκε από προϊόντα που παράγουν διάφορα πενικίλλια και, γενικά, το αντιβιοτικό που είναι παράγωγο τού αμινοπενικιλλανικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. penicilline < λατ.… … Dictionary of Greek
πενικιλ(λ)αμίνη — η (φαρμ.) κοινή ονομασία τού αμινο 2 μεθυλο 3 μερκαπτο 3βουτανοϊκού οξέος, τού οποίου το εναντιομερές D αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν τής, υδρόλυσης τών πενικιλλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penicillamine < penicillin «πενικιλλίνη» + amine… … Dictionary of Greek
πενικιλ(λ)ινάντοχος — ο ιατρ. (για μικρόβιο) αυτός που είναι ή έπαυσε να είναι ευαίσθητος στη δράση τής πενικιλλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. penicillin resistant < πενικιλλίνη + αντοχή] … Dictionary of Greek
πενικιλ(λ)ινάση — η ιατρ. ένζυμο το οποίο υπάρχει σε ορισμένα βακτήρια και καταστρέφει την πενικιλλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penicillinase < penicillin + ase] … Dictionary of Greek
πενικιλ(λ)ιναιμία — η ιατρ. η στάθμη τής πενικιλλίνης στο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθα αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. penicillinemie < penicilline + emie (< αίμα)] … Dictionary of Greek
χρωστηρίδιο — το, Ν 1. μικρός χρωστήρας, βουρτσάκι 2. ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους ασκομυκήτων πενικίλ(λ)ιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωστήρας + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο)] … Dictionary of Greek