πενικίλ(λ)ιο

πενικίλ(λ)ιο
το
(μυκητ.) γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην κλάση πλεκτομύκητες, πολλά είδη τού οποίου προσβάλλουν και καταστρέφουν διάφορα φυτά, καρπούς, φρούτα, ακόμη και προϊόντα σαν το χαρτί και το γυαλί, άλλα όμως είδη, όπως το Penicillium notatum και το Penicillium chrysogenum, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τής πενικιλλίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penicillium < λατ. penicillus «γραφίδα, βούρτσα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πενικιλ(λ)ιναντοχή — και πενικιλ(λ)ινοαντοχή, η βιολ. κατάσταση, φυσική ή επίκτητη, ενός πενικιλλινοάντοχου βακτηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενικιλλίνη + αντοχή] …   Dictionary of Greek

  • πενικιλ(λ)ινοαντοχή — η βλ. πενικιλ (λ)ιναντοχή …   Dictionary of Greek

  • πενικιλ(λ)ίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό τής οικογένειας τών β λακταμών, το οποίο απομονώθηκε από προϊόντα που παράγουν διάφορα πενικίλλια και, γενικά, το αντιβιοτικό που είναι παράγωγο τού αμινοπενικιλλανικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. penicilline < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • πενικιλ(λ)αμίνη — η (φαρμ.) κοινή ονομασία τού αμινο 2 μεθυλο 3 μερκαπτο 3βουτανοϊκού οξέος, τού οποίου το εναντιομερές D αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν τής, υδρόλυσης τών πενικιλλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penicillamine < penicillin «πενικιλλίνη» + amine… …   Dictionary of Greek

  • πενικιλ(λ)ινάντοχος — ο ιατρ. (για μικρόβιο) αυτός που είναι ή έπαυσε να είναι ευαίσθητος στη δράση τής πενικιλλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. penicillin resistant < πενικιλλίνη + αντοχή] …   Dictionary of Greek

  • πενικιλ(λ)ινάση — η ιατρ. ένζυμο το οποίο υπάρχει σε ορισμένα βακτήρια και καταστρέφει την πενικιλλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penicillinase < penicillin + ase] …   Dictionary of Greek

  • πενικιλ(λ)ιναιμία — η ιατρ. η στάθμη τής πενικιλλίνης στο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθα αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. penicillinemie < penicilline + emie (< αίμα)] …   Dictionary of Greek

  • χρωστηρίδιο — το, Ν 1. μικρός χρωστήρας, βουρτσάκι 2. ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους ασκομυκήτων πενικίλ(λ)ιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωστήρας + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”